- δειπνοφορία
- δειπνοφορία, η (Α) [δειπνοφόρος]εορταστική πομπή και τελετουργική παράθεση δείπνου προς τιμήν τής Έρσης, τής Πανδρόσου και τής Αγλαύρου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δειπνοφορία — δειπνοφορίᾱ , δειπνοφορία solemn procession with meat offerings fem nom/voc/acc dual δειπνοφορίᾱ , δειπνοφορία solemn procession with meat offerings fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)